ενθρονίζομαι

ενθρονίζομαι
ενθρονίζομαι, ενθρονίστηκα, ενθρονισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνθρονίζομ' — ἐνθρονίζομαι , ἐνθρονίζω place on a throme pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθρονίζω — και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) [ένθρονος] 1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο 2. μέσ. ενθρονίζομαι θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό μσν. 1. καθαγιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • θρονίζω — (ΑΜ θρονίζω) [θρόνος] 1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα 2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο αρχ. παθ. μυούμαι …   Dictionary of Greek

  • θρονούμαι — θρονοῡμαι, όομαι (Α) [θρόνος] εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ενθρονίζω — ενθρόνισα, ενθρονίστηκα, ενθρονισμένος, μτβ. 1. (για ηγεμόνες, αρχιερείς κτλ.), εγκαθιστώ κάποιον σε θρόνο, τον ανεβάζω στο θρόνο. 2. διορίζω κάποιον σε θέση αυθαίρετα και με τρόπο εξοργιστικό, χωρίς να έχει τα απαραίτητα προσόντα. 3. το μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”